ποντικότρυπα

ποντικότρυπα
η
η τρύπα στην είσοδο της φωλιάς του ποντικού, η φωλιά του ποντικού: Ποντικός δε χωρούσε στην ποντικότρυπα, έσερνε και κολοκύθα (παροιμ., για όσους καταπιάνονται με έργα ανώτερα από τις δυνάμεις τους).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ποντικότρυπα — η, Ν η τρύπα που οδηγεί στη φωλιά τού ποντικού …   Dictionary of Greek

  • διέκδυσις — διέκδυσις, η (AM) [διεκδύω] 1. μέσο διαφυγής 2. τέχνασμα, υπεκφυγή 3. φρ. «διέκδυσις μυών» ποντικότρυπα …   Dictionary of Greek

  • μυοδόχος — και ιων. τ. μυοδόκος, ον (Α) 1. αυτός που δέχεται, που κρύβει ποντίκια 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μυοδόχος η τρύπα τής φωλιάς τού ποντικού, η ποντικότρυπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + δόχος / δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόχος] …   Dictionary of Greek

  • μυωνιά — μυωνιά, ἡ (Α) 1. ποντικοφωλιά, ποντικότρυπα 2. (υβριστικά) κοινή γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυών, γεν. πληθ. τού μῦς «ποντικός» + κατάλ. ιά (πρβλ. ἰων ιά < ἴον)] …   Dictionary of Greek

  • μυωξία — μυωξία, ἡ (ΑΜ) [μυωξός] (κατά τον Ησύχ. και κατά το λεξ. Σούδα) υπόγεια φωλιά ζώου και ιδίως ποντικού, ποντικότρυπα, ποντικοφωλιά …   Dictionary of Greek

  • οπή — η (ΑΜ ὀπή, Α δωρ. τ. ὀπά) άνοιγμα ή κοίλη εσοχή σε κάποιο σώμα, τρύπα νεοελλ. 1. (ηλεκτρον.) θετικά φορτισμένη περιοχή στη ζώνη σθένους ενός ατόμου, η οποία δημιουργείται κατά τη μετακίνηση ενός ηλεκτρονίου από τη ζώνη σθένους προς τη ζώνη… …   Dictionary of Greek

  • τρώγλη — η, ΝΜΑ, και τρῶγλα Α 1. κοιλότητα γης, φυσική ή τεχνητή, σπηλιά 2. φωλιά ζώου νεοελλ. μτφ. ανήλιος, ανθυγιεινός και στενόχωρος τόπος κατοικίας («είναι τόσο φτωχός ώστε ζει σε μια τρώγλη») αρχ. 1. οπή σε τοίχο ή σε ύψωμα, ποντικότρυπα 2. οπή σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”